- ἀποσφαιρίζω
- ἀπο-σφαιρίζω, wie einen Ball weg-, zurückschlagen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αποσφαιρίζω — ἀποσφαιρίζω (Μ), σφαιρίζομαι (Α) μσν. εκτινάσσω κάτι σαν σφαίρα, απομακρύνω αρχ. αναπηδώ σαν σφαίρα … Dictionary of Greek